καταλαγχάνω

καταλαγχάνω
καταλαγχάνω (Α)
καταλαμβάνω κάτι με κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λαγχάνω «λαμβάνω ως μερίδιο διά κλήρου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταλαχαίνω — (Μ) 1. συναντώ 2. (αμτβ.) α) τυχαίνει να βρίσκομαι κάπου β) διαπιστώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καταλαγχάνω] …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • προκαταλαγχάνω — Α καταλαμβάνω κάτι με κλήρο προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω με κλήρο»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταλαγχάνω — Α γίνομαι κύριος μαζί με κάποιον, καταλαμβάνω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω κάτι με κλήρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”